κοριός

κοριός
Κοινή ονομασία ετεροπτέρων εντόμων της τάξης των ημιπτέρων. Πρόκειται για αιμοφάγα παράσιτα των θηλαστικών –συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπου– και ορισμένων πτηνών. Το σώμα τους είναι μικρό και πεπλατυσμένο, ενώ απουσιάζουν τα μάτια και πολλές φορές και τα πτερύγια. Οι μεταμορφώσεις τους είναι επίσης περιορισμένες. Ο κοινός κ. των κρεβατιών (Cimex lectularius) τρέφεται κατά προτίμηση με ανθρώπινο αίμα, αν και μολύνει και οικιακά ζώα. Δεν έχει μάτια και φτερά και είναι εφοδιασμένος με πολύ μικρά έλυτρα· το σώμα του –καστανοκόκκινου χρώματος– φθάνει σε μήκος τα 8 χιλιοστά και αναδίδει μια δυσάρεστη μυρωδιά. Την ημέρα ο κ. παραμένει κρυμμένος στα μικρά κενά των επίπλων ή των πατωμάτων. Η στοματική του συσκευή αποτελείται από ένα αιχμηρό ρόστρο με τέσσερα στιλέτα, τα οποία βυθίζονται βαθιά στο δέρμα του θύματος, όταν το έντομο θέλει να τραφεί με το αίμα του. Το τσίμπημα του κ. δεν είναι οδυνηρό, γιατί το σάλιο, καθώς εισέρχεται στο δέρμα, παρεμποδίζει την πήξη του αίματος και ναρκώνει μια μικρή υποδόρια περιοχή γύρω από το τραύμα. Μερικές φορές, μέσω του σάλιου του, το έντομο μπορεί να μεταδώσει μολυσματικές ασθένειες, όπως ο άνθρακας, η πανώλη και ο τύφος. Ωστόσο, πρόσφατες μελέτες έχουν αποδείξει ότι οι κ. μόνο συμπτωματικά είναι φορείς παθογόνων μικροοργανισμών ή ιών, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει με τον ανωφελή στην περίπτωση της ελονοσίας. Ένα είδος κ., ο Cimex hemipterus (παλαιότερα γνωστό ως Cimex rotundatus), κοινό στις τροπικές περιοχές της Ασίας και της Αφρικής, μπορεί να μεταδώσει ένα μαστιγοφόρο πρωτόζωο, τη Leishmania, η οποία προκαλεί στον άνθρωπο την τροπική σπληνομεγαλία. Επίσης, διάφορα μέλη του γένους Panstrongylus –με κυριότερο το είδος Panstrongylus megistus– καθώς και των συγγενών γενών Rhodnius και Triatoma, εξυπηρετούν ως φορείς για τη μετάδοση της ασθένειας Chagas ή τρυπανοσωμίαση, που οφείλεται στο παράσιτο Trypanosoma cruzi. Η ονομασία κ. των δασών ή των κήπων αναφέρεται γενικά σε όλα τα πτερωτά ετερόπτερα, που ανήκουν σε διάφορες οικογένειες και τρέφονται με τη λύμφη (χυμούς) των φυτών. Ορισμένα είδη ζουν επάνω σε καρπούς, στους οποίους προσδίδουν δυσάρεστη οσμή. Πολύ διαδεδομένα είναι μερικά ημίπτερα της μεγάλης οικογένειας των πεντατομιδών που ζουν στην Ευρώπη και Ασία, όπως ο Palomena prasina, που ρουφά τα νεαρά καρύδια και τα μούρα, ο Nezara viridula, που τρέφεται από τη λύμφη των σταυρανθών, των δημητριακών, του καπνού κ.ά., και ο Piezodorus lituratus, που προσβάλλει κυρίως τα όσπρια. Χαρακτηριστικό είδος της Κεντρικής και της Νότιας Αμερικής είναι το είδος Μurgantia histronica της οικογένειας των πεντατομιδών, που συχνάζει στα λάχανα, στα γογγύλια και στα ραπανάκια. Το είδος Piezodorus lituratus. Κοριοί ονομάζονται γενικά μερικά ημιπτεροειδή έντομα που ζουν στα φυτά· το είδος Palomena prasina. Ο κοινός κοριός των κρεβατιών (Cimex lectularius).
* * *
και κορέος, ο (Μ κοριός και κουρεός και κορεός) νυκτόβιο και ενοχλητικό έντομο με πεπλατυσμένο σώμα, το οποίο αναδίδει δυσάρεστη οσμή και ανήκει στην τάξη ημίπτερα
νεοελλ.
1. μικροσυσκευή που χρησιμοποιείται για τηλεφωνικές υποκλοπές
2. φρ. «θα πιάσουμε κοριούς»
(ως έκφραση δυσφορίας) είμαστε ανυπόφορα στριμωγμένοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κοριός < κορεός (με συνίζηση) < αρχ. κόρις + κατάλ. -εός (πρβλ. αδελφ-εός, εριν-εός). Ο τ. κορέος επίσης < κορεός με αναβιβασμό τού τόνου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κοριός — ο βλ. κορέος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κόριος — κόρις bug masc gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημιπτεροειδή ή ρυγχωτά — Υπέρταξη υδροβίων και χερσοβίων εντόμων. Τα η. έχουν διάφορες μορφές, μερικές φορές περίεργες, όπως σε μερικά εξωτικά είδη. Οι διαστάσεις τους ποικίλλουν από 12 εκ. –όπως του βελόστομου του μεγάλου της Κεντρικής Αμερικής– μέχρι 1 χιλιοστό ή και… …   Dictionary of Greek

  • корь — I I. (род. п. и) – название детской болезни, корявый, укр. кiр, род. п. кору, польск. kurу (мн.) из *kory, также chor (вероятно, под влиянием польск. сhоrу больной ; см. хворый), также русск. диал. хорь, олонецк. (Кулик.). Название объясняется… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • КИР —    • Суrus,          Κυ̃ρος, по древнеперсидски Хуруж, по еврейски Кореш, т. е. солнце (Plut. Alex. 1). Так назывался:        1. старший, основатель Персидской монархии. Из различных преданий о происхождении К. Геродот (1, 95) рассказывает то,… …   Реальный словарь классических древностей

  • CORUS — I. CORUS Arabiae fluv. magnus in mare Rubrum influens Herodot. Graece Κόρος vel Κόριος, amnis Persicus, in Carmania Salmasio, qui in Persicum sinum sese exonerat: alius a Cyro, contra quam Strabo sentit. Vide Salmas. ad Solin. p. 702. et 703. II …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άκαρι — ( εως), το (Α ἀκαρί, τό) νεοελλ. κάθε μέλος τής υφομοταξίας Ακάρεα* αρχ. είδος τής υφομοταξίας Ακάρεα, το οποίο αναπτύσσεται μέσα σε κερί. [ΕΤΥΜΟΛ. Η αρχαία λέξη προέρχεται πιθ. από συμφυρμό των ἀκαρὴς «μικροσκοπικός σύντομος» + κόρις «κοριός».… …   Dictionary of Greek

  • κορέος — ο βλ. κοριός …   Dictionary of Greek

  • κορέοψις — (Coreopsis). Γένος μονοετών ή πολυετών ποών της οικογένειας των συνθέτων (δικοτυλήδονα). Πρόκειται για πολύκλαδα φυτά, ιθαγενή της Βόρειας Αμερικής· τα άνθη είναι μονήρη ή οργανωμένα σε επάκρια κεφάλια, με οδοντωτά πέταλα και διάφορους… …   Dictionary of Greek

  • κοριάζω — (I) [κόρα] (για σπυρί ή τραύμα) κάνω πέτσα, σχηματίζω εσχάρα, κρούστα, κόρα. (II) [κοριός] γεμίζω κοριούς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”